συγκεντρικός

συγκεντρικός
-ή, -ό, Ν
(για κύκλο, καμπύλη ή αντικείμενο κυκλικού σχήματος) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με άλλον, ομόκεντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κέντρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρίκος — ο (AM κρίκος) κυκλικός δακτύλιος, συνήθως μεταλλικός νεοελλ. 1. το μηχάνημα γρύλλος 2. βοτ. συγκεντρικός κυλινδρικός δακτύλιος από ξυλώδη ιστό τού δευτερογενούς ξυλώματος, τον οποίο σχηματίζουν κάθε χρόνο τα μακρόβια φυτά κατά την αύξηση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”